Επί της Ουσίας.
Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Το επίμονο τσικ – τσικ στα τζάμια που άλλους θα τους νανούριζε, είχε πετύχει ακριβώς το αντίθετο : να με ξυπνήσει μέσα στα μαύρα χαράματα..τι ώρα να ‘ναι..σήμερα Πέμπτη ε..; τι ώρα είπαμε ότι είναι πάλι..; -“Τσικι τσικι τσικι..”.. – Α-χα… ! ευχαριστώ πολυ υπερ-ομιλιτικό τζάμι !
Ένιωσα τα μάτια μου λες και είναι από τσιμέντο και κολλημένα με σιλικόνη. Πόσες ώρες κοιμόμουν.. κοίταξα βαρεμένα γύρω μου, όλα ήταν στη θέση τους. Αριστερά μου, το μικρό ξύλινο κομοδίνο ΙΚΕΑ και πάνω, ο αιώνιος εχθρός μου, το ξυπνητήρι, με το χαρακτηριστικό ράγισμα στην οθόνη, αποτέλεσμα μιας μικρής παρεξήγησης, κάποιο αντίστοιχο πρωινό. Το ράγισμα ήταν ακριβώς στο σημείο όπου φαίνονται οι ώρες, και πλέον το 3 φαινόταν σαν 8 και το 8 σαν 3. Εντέλει, σιγουρεύτηκα ότι μαύρη είν’η νύχτα στα βουνά. Αυτή η σκέψη για κάποιο λόγο με χαλάρωσε και χαμογέλασα αμυδρά . “Τη γλύτωσες και σήμερα κύριε ενοχλητικέ”, είπα από μέσα μου, καθώς το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο πετσετένιο μπουρνούζι μου που είχε θρονιαστεί σαν σκύλος πάνω στη πολυθρόνα και την είχε ποτίσει με το νέκταρ του χτεσινοβραδυνού μου μπάνιου. Πιο δίπλα τα ρούχα μου, προσεκτικά διπλωμένα και ακουμπισμένα στο τραπεζάκι. Καμιά φορά τρομάζω με τον εαυτό μου, ιδίως όταν με πιάνουν τα μερακλήδικα μου και τακτοποιώ τα πάντα στις θέσεις τους, καθαρίζω το σπίτι μου, ετοιμάζω γεύμα για έναν.. πάλι καλά που συμβαίνει μια στο τόσο. Μετά σκέφτομαι πως κάτι τέτοια έκανε και ο ευγενικός και μοναχικός τύπος σε εκείνη την ταινία και τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν κατά συρροή δολοφόνος και έχτιζε τις γιαγιάδες στους τοίχους του σπιτιού του.. Σίγουρα πάντως δεν έχω δολοφονικές τάσεις, τουλάχιστον όχι για άλλους. Τις κρατάω μόνο για μένα, αλλά γι’αυτό θα μιλήσουμε αργότερα.
Τέντωσα το χέρι μου νοχελικά και από καθαρή περιέργεια και μόνο, παραμέρισα τη μαύρη κουρτίνα,ειδική κατασκευή από χοντρό πανί για να κρατάει το φως εκτός του δωματίου, εκείνες τις παράξενες πρωινές ώρες που αποφασίζει να βγεί ο ήλιος και να παραβιάσει δίχως οίκτο και ίχνος διακριτικότητας κάθε δικλίδα ασφαλείας, ώσπου να καταλήξει μέσα από τα βλέφαρά μου στον αμφιβλιστροειδή, κι αυτός με τη σειρά του να στείλει σήμα στον ταλαιπωρημένο μου εγκέφαλο “Έι, μεγάλε…; έξω φως… άλλοι ξυπνάνε για δουλειά ξέρεις… πάνε στα λατομεία και στα ναυπηγεια και στις οικοδομές και σκάβουν, σκάβουν, σκάβουν κοπιαστικά για ένα κομμάτι ψωμάκι.. Κι εσύ τι κάνεις ακόμα κάτω από τη ζεστή θαλπωρή της κουβέρτας σου, μπορείς να μου πεις ;; …
Που τη βρίσκει την όρεξη για κουβεντούλες πρωί πρωί, είναι να απορεί κανείς. Πάλι καλά σήμερα ήταν πολύ νωρίς ακόμα και για την ενοχλητική πρωινή διαβολεμένη κουβεντούλα με το πάντα υπερβολικό και επικριτικό υποσυνείδητό μου.
Κοίταξα μέσα από το τζάμι κι έριξα μια ματιά στον “έξω κόσμο”. Τα πάντα ήταν μούσκεμα, κάτι σύνηθες μετά από κάμποσες ωρες καταιγιδας. Τα κλαδιά των δέντρων χόρευαν αρμονικά με τον αέρα που σχεδόν είχε πια κοπάσει. Επάνω τους σαν πέρλες, οι στάλες της βροχής σχημάτιζαν μικρά γυαλιστερά κολιέ και που και που, γλιστρούσε μια σταγόνα και στριμωχνόταν ανάμεσα στις υπόλοιπες, διώχνοντας έτσι την τελευταία στη σειρά, κάτι σαν σαν το εκκρεμές του Νεύτωνα.
Το πάρκο στο οποίο “βλέπει” το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, στις καλές του είναι πράσινο και φωτεινό, με μεγάλα πλατάνια και λεύκες που προσφέρουν άφθονη σκιά τις ζεστές ημέρες, όταν οι κάδοι ξεχυλίζουν από συσκευασίες κρουασάν και αναψυκτικών και οι μαμάδες φέρνουν στη σε αυτό που κάποτε ήταν παιδική χαρά τα παιδάκια τους, προκειμένου να ξεφουρνιστούν από τραμπάλες κι να ανοίγουν τα κεφάλια τους, ενώ παράλληλα σκυλιά χέζουν χαρούμενα κ ανάλαφρα, έπειτα γλύφονται και σαν καλά παιδιά, πίνουν νεράκι απ το στόμιο της βρύσης. Όμορφες στιγμές το δίχως άλλο ! Τώρα όμως ήταν γεμάτο μικρές λιμνούλες με λασπόνερο, κυρίως εκεί όπου ήταν πριν μερικές ώρες ο δρόμος που περνάει ανάμεσα απ’το παρκάκι. Πλέον φωτιζόταν μόνο από τον έναν εκ των δυο οικονομικών λαμπτήρων που βρίσκονται στην είσοδο και την έξοδο του πάρκου, μια ευγενική χορηγία των ανήλικων της γειτονιάς, του Τζακ Ντάνιελς και της Αμέρικαν Τομπάκο Ίνταστρι. Αυτά σκεπτόμενος, εστίασα το βλέμμα μου στην αντανάκλασή μου πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Αξύριστος, με το ένα μάτι πιο πρησμένο από το άλλο ( και κάπου εδώ χάθηκα για λίγο προσπαθώντας να δω πιο μάτι είναι πιο μαύρο και πιο φουσκωμένο από κάτω). Πραγματικά η όψη ενός ανθρώπου που μόλις ξύπνησε απότομα και δίχως λόγο κι αφορμή που λένε, στις τρεις και κάτι ψιλά, είναι αυτό που λέει ο λαός : “είδε ο τρελός τον αγουροξυπνημένο κ έφυγε” ή για τον μεθυσμένο το λένε..; Όπως και να ‘χει, πολύ καλά έκανε. Γύρισα μεριά το μαξιλάρι και άφησα το κεφάλι μου να βυθιστεί στην δροσερή πλευρά. Καθώς τα ρουθούνια μου γέμιζαν με τη μυρωδιά του απορρυπαντικού, έκλεισα τα μάτια μου για λίγο. Αποκοιμήθηκα αμέσως.
… συνεχίζεται..